(+30) 21 0724 6420 - Δ : Υψηλάντου 5, Αθήνα ΤΚ 106 75 contact@imoustakatos.gr

Οι συμβάσεις πώλησης αποτελούν βασικό πυλώνα του αστικού και εμπορικού δικαίου, καθώς ρυθμίζουν μια από τις πιο συνηθισμένες και σημαντικές νομικές πράξεις που λαμβάνουν χώρα στην καθημερινή ζωή των πολιτών και των επιχειρήσεων. Μια σύμβαση πώλησης συνιστά μια νομική συμφωνία μεταξύ δύο μερών, του πωλητή και του αγοραστή, βάσει της οποίας ο πρώτος μεταβιβάζει την κυριότητα ενός πράγματος στον δεύτερο έναντι αντιτίμου. Η πώληση μπορεί να αφορά κινητά ή ακίνητα πράγματα, υλικά ή άυλα αγαθά, εμπορεύματα ή υπηρεσίες. Η σύμβαση αυτή δεν είναι μόνο ένας απλός διακανονισμός αλλά μια πράξη που περιλαμβάνει συγκεκριμένες νομικές προϋποθέσεις, υποχρεώσεις και δικαιώματα για κάθε πλευρά. Η ελληνική νομοθεσία, όπως αποτυπώνεται στον Αστικό Κώδικα και σε ειδικές νομοθετικές διατάξεις, περιγράφει με σαφήνεια τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε μια σύμβαση πώλησης να είναι έγκυρη και εκτελεστή. Βασικό στοιχείο είναι η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των μερών ως προς το αντικείμενο και το τίμημα. Η συμφωνία αυτή πρέπει να είναι σαφής, απαλλαγμένη από πλάνη, απάτη ή απειλή, και να πληροί τις προϋποθέσεις της ελεύθερης βούλησης. Επιπλέον, η δικαιοπρακτική ικανότητα των μερών αποτελεί θεμελιώδη όρο για τη σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης. Άτομα που βρίσκονται υπό δικαστική συμπαράσταση ή στερούνται νομικής ικανότητας δεν μπορούν να καταρτίσουν έγκυρη σύμβαση πώλησης, εκτός εάν αντιπροσωπεύονται νόμιμα.

Ένα ακόμη ουσιαστικό στοιχείο είναι το αντικείμενο της πώλησης, το οποίο πρέπει να είναι δυνατό, ορισμένο ή τουλάχιστον δυνάμενο να προσδιοριστεί. Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πώλησης κάτι που δεν υφίσταται ή είναι εκτός συναλλαγής, όπως για παράδειγμα ένας δημόσιος δρόμος ή ένα αντικείμενο που έχει κατασχεθεί από το Δημόσιο. Το τίμημα πρέπει επίσης να είναι καθορισμένο ή προσδιορίσιμο κατά τον χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ως προς το τίμημα, τότε δεν έχουμε έγκυρη σύμβαση πώλησης αλλά ενδεχομένως μια άλλη νομική πράξη. Η τυπική μορφή της σύμβασης πώλησης μπορεί να είναι είτε έγγραφη είτε προφορική, ανάλογα με το αντικείμενο. Στις περισσότερες περιπτώσεις πώλησης κινητών πραγμάτων δεν απαιτείται έγγραφη μορφή. Αντίθετα, στην περίπτωση πώλησης ακινήτων η σύμβαση πρέπει να καταρτιστεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο ή κτηματολογικό γραφείο για να παραχθούν τα επιθυμητά έννομα αποτελέσματα. Η τήρηση του εν λόγω τύπου είναι αναγκαία, διότι χωρίς αυτήν δεν επέρχεται μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, παρά μόνο δεσμευτική υποχρέωση μεταβίβασης. Πέρα από τα τυπικά και ουσιαστικά στοιχεία, η σύμβαση πώλησης διέπεται από σειρά ειδικών διατάξεων που σχετίζονται με τις ευθύνες του πωλητή και του αγοραστή. Ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα απαλλαγμένο από νομικά και πραγματικά ελαττώματα. Σε περίπτωση ύπαρξης τέτοιων ελαττωμάτων, ο αγοραστής δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση, μείωση του τιμήματος ή ακόμη και υπαναχώρηση από τη σύμβαση, εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η ευθύνη του πωλητή για ελαττωματικό προϊόν είναι αντικειμενική, δηλαδή δεν απαιτείται απόδειξη πταίσματος, γεγονός που ενισχύει τη θέση του καταναλωτή.

Στον τομέα του εμπορικού δικαίου, οι συμβάσεις πώλησης αποκτούν πρόσθετη πολυπλοκότητα όταν εμπλέκονται διεθνείς συναλλαγές ή προβλέπονται ειδικοί όροι παράδοσης, πληρωμής ή ευθύνης. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις Διεθνείς Πωλήσεις Αγαθών (CISG), η οποία έχει κυρωθεί και από την Ελλάδα, εφαρμόζεται σε εμπορικές πωλήσεις μεταξύ επιχειρήσεων διαφορετικών κρατών και ρυθμίζει λεπτομερώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών. Παράλληλα, η χρήση εντύπων όπως οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ), τα τιμολόγια, οι όροι INCOTERMS και τα ασφαλιστήρια συμβόλαια μπορούν να μεταβάλλουν τη φύση και την ερμηνεία της σύμβασης πώλησης. Σε περιπτώσεις πώλησης καταναλωτικών αγαθών, το δίκαιο καταναλωτή έρχεται να προσθέσει επιπλέον υποχρεώσεις για τον πωλητή. Ο νόμος προβλέπει την ύπαρξη εγγυήσεων, τη δυνατότητα υπαναχώρησης από τη σύμβαση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας (όπως σε περιπτώσεις εξ αποστάσεως πώλησης ή πώλησης εκτός εμπορικού καταστήματος), καθώς και την υποχρέωση σαφούς ενημέρωσης του καταναλωτή για τα χαρακτηριστικά του προϊόντος. Οι παραβιάσεις αυτών των υποχρεώσεων επισύρουν κυρώσεις και μπορεί να οδηγήσουν σε αποζημιώσεις ή ακυρότητα της σύμβασης. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι στο πεδίο των συμβάσεων πώλησης η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, τόσο κατά τη διαπραγμάτευση όσο και κατά την εκτέλεση της σύμβασης. Οι συμβαλλόμενοι οφείλουν να ενεργούν με ειλικρίνεια και διαφάνεια, χωρίς να παραπλανούν ο ένας τον άλλον ή να καταχρώνται τη θέση ισχύος τους. Η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών ενδέχεται να θεμελιώσει αξιώσεις για αποζημίωση ή ακόμη και ακύρωση της σύμβασης λόγω καταχρηστικότητας ή παραπλάνησης.

Η δικαστηριακή πρακτική στην Ελλάδα έχει συμβάλει σημαντικά στη διαμόρφωση του πλαισίου που διέπει τις συμβάσεις πώλησης. Πολλές αποφάσεις ερμηνεύουν διατάξεις σχετικές με τα ελαττώματα του πράγματος, τις καθυστερήσεις στην παράδοση, την υπερημερία πληρωμής και την υπαναχώρηση. Τα δικαστήρια εξετάζουν λεπτομερώς τις προθέσεις των μερών, τις δηλώσεις τους, τις συνθήκες της σύμβασης και την εν γένει συμπεριφορά τους για να καταλήξουν στην ορθή απονομή του δικαίου. Οι εξελίξεις στην τεχνολογία και το ηλεκτρονικό εμπόριο έχουν επίσης οδηγήσει σε τροποποιήσεις του πλαισίου που διέπει τις συμβάσεις πώλησης. Η σύναψη σύμβασης πώλησης μέσω διαδικτύου, πλατφορμών e-commerce, mobile applications και ψηφιακών marketplaces απαιτεί νέες προσεγγίσεις όσον αφορά την αποδοχή των όρων, την τεκμηρίωση της συναλλαγής, την προστασία προσωπικών δεδομένων και την ευθύνη των πλατφορμών. Ο νομοθέτης επιχειρεί να εξισορροπήσει την ευκολία της ψηφιακής συναλλαγής με την ασφάλεια δικαίου, την αποτροπή απατών και την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των καταναλωτών.